αδης

αδης
    ᾅδης
    или Ἅιδης -ου, эп. Ἀΐδης -αο или εω (gen. тж. Ἄϊδος) и Ἀϊδωνεύς -ῆος, дор. Ἀΐδας (ᾰῐ и ᾱῐ) ὅ
    1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.
    

καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;

    εἰν Ἀΐδαο и εἰν Ἄϊδος Hom. или ἐν Ἅιδου (sc. δόμοις) Soph. — в царстве Аида

    2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.
    3) ад NT.
    4) кончина, смерть Pind.
    

ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;

    ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть

    5) могила Pind.
    

τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδης" в других словарях:

  • ᾅδης — ao masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

  • Άδης — ο ο τόπος που πάνε οι ψυχές ύστερα από το θάνατο, ο κάτω κόσμος, σκοτάδι, μαυρίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄδης — Ἄδα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅδης — ἔδης , δέω 1 bind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δέω 2 lack imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δεῖ there is need imperf ind act 2nd sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄδῃς — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδη — ᾍδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδην — ᾍδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδης — ᾍδης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδου — ᾍδης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»